- πωροκήλη
- πωρο-κήλη, ἡ,A hard tumour of the testicle, Id.19.448, Poll. 4.203, Paul.Aeg.6.63.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πωροκήλη — hard tumour of the testicle fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωροκήλη — ἡ, ΜΑ σκληρός όγκος στους όρχεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῶρος «πέτρα, πωρόλιθος» + κήλη] … Dictionary of Greek
πωροκήλης — πωροκήλη hard tumour of the testicle fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωροκήλας — πωροκήλᾱς , πωροκήλη hard tumour of the testicle fem acc pl πωροκήλᾱς , πωροκήλη hard tumour of the testicle fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… … Dictionary of Greek